- νεοσύλλεκτος
- recrue
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νεοσύλλεκτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσύλλεκτος — και νεοσύλλεχτος, η, ο (Α νεοσύλλεκτος, ον) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη (ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης,… … Dictionary of Greek
νεοσύλλεκτος — ο αυτός που μόλις στρατεύτηκε, αλλ. κληρωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεοσύλλεκτον — νεοσύλλεκτος masc/fem acc sg νεοσύλλεκτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσυλλέκτου — νεοσύλλεκτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσυλλέκτους — νεοσύλλεκτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσυλλέκτων — νεοσύλλεκτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσυλλέκτῳ — νεοσύλλεκτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσύλλεκτοι — νεοσύλλεκτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτοτίρων — ναυτοτίρων, ὁ (Α) νεοσύλλεκτος ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + τίρων «νεοσύλλεκτος»] … Dictionary of Greek
τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] … Dictionary of Greek